- περιομματοποιός
- περιομμᾰτοποιός, όν,A providing with eyes,
τῆς ψυχῆς Iamb.VP6.31
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς ψυχῆς Iamb.VP6.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιομματοποιός — όν, Α αυτός που δίνει όραση («περιομματοποιὸς τῆς ψυχῆς», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀμματοποιός (< ὄμμα, ατος + ποιός*)] … Dictionary of Greek